Μετά απ’ όλα αυτά το να γράψεις μια αμερόληπη κριτική φαντάζει ουτοπικό, έτσι λοιπόν απαλλαγμένος από αυτό το άγχος θα δώσω την προσωπική μου άποψη για την ταινία. Αναρωτιέμαι στην τελική αν μου άρεσε και πόσο πολύ: σίγουρα όχι τόσο ώστε να την προτείνω σε άλλους να τη δουν οπωσδήποτε.
Η αιτία πιστεύω ότι είναι το απέραντο θέμα του φιλμ. Φαντάσου το μύθο της δημιουργίας του ανθρώπου κατά την Παλαιά Διαθήκη με τους Πρωτόπλαστους και την έξωση από τον Παράδεισο μεταπλασμένο στη «σύγχρονη» εποχή ως αλληγορία για την καθυστέρηση της χώρας κτλ. Ή ως κατάρρευση των αξιών και των θεσμών της οικογένειας και της εκπαίδευσης ή ως δριμύ κατηγορώ της καταπίεσης της σεξουαλικής ορμής και των υγιών ενστίκτων που μετασχηματίζονται με τη μη ικανοποίηση σε παθολογικούς σχηματισμούς κοκ. Γιατί όλα αυτά μαζί είναι οι πολλαπλές ερμηνείες του «Κυνόδοντα». Χαοτικό;
Σ’ αυτό το σημείο είναι που έχω τις ενστάσεις μου: προς τι όλο αυτό το ντελίριο από διασταυρούμενες έννοιες και παρωχημένες θεματικές επιλογές; Σιγουρα στις πρώτες ταινίες από καταβολής κινηματογράφου θα ταίριαζε η επιλογή του θέματος ως προσπάθεια του να δοκιμάσει κάποιος δημιουργός πρωτοπόρος τα όρια της νέας τέχνης και όλοι θα ήμαστε ενθουσιασμένοι για τα κατορθώματα και τις προοπτικές της. Αλλά εν έτη 2009 ποιος ειλικρινά ασχολείται με την Π. Διαθήκη και τις αλληγορικές αντιστοιχίες της με τον αυταρχικό Πατέρα αφέντη και τα συνακόλουθα της καταπίεσης από το περιβάλλον του σπιτιού; Είναι γνωστή στους Έλληνες της Μεταπολεμικής Ελλάδας η ιστορία της Ελένης του Κωσταλέξι . Ο παραλληλισμός είναι οφθαλμοφανής. Όπως συμβαίνει να αποκαλύπτονται κατά καιρούς διάφορα περιστατικά απαγωγών μικρών παιδιών που τα φυλακίζουν σε δωμάτια υπόγεια ή μέσα στο χώμα για χρόνια και τα κακοποιούν και τα βιάζουν σωματικά και ψυχολογικά. Τι; Πρέπει να γυριστούν οι ιστορίες τους και σε φιλμ;
Εδώ ακριβώς «χωλαίνει» η όλη προσπάθεια του κ. Λάνθιμου: τα δρώμενα αποτελούν εξαιρέσεις στον κανόνα και όχι τον ίδιο τον κανόνα. Γιατί ό,τι θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό κατά εποχή είναι και νόμιμο και θεμιτό. Η οικογένεια είναι προβληματική γιατί είναι απομονωμένη από τον περίγυρό της. Ο περίγυρος όμως υπάρχει και λειτουργεί κανονικά. Τι προτείνει ο σκηνοθέτης λοιπόν; Θέλει κάτι να μας πει; Το τέλος μας δίνει την εντύπωση ότι η ταινία δεν καταλήγει κάπου.
Η σκηνοθεσία απλά καταγράφει. Η κάμερα στέκει ως αμέτοχος θεατής που παρακολουθεί τη δράση. Ο χώρος του σπιτιού είναι κάτασπρος σα νοσοκομείο και ο «κήπος» είναι περιφραγμένος. Ο Πατέρας ανέκφραστος και καταθλιπτικός. Η μητέρα αποβλακωμένη και υποτακτική. Τα παιδιά νοητικώς και συναισθηματικώς καθυστερημένα. Μιλάνε μια «σπιτική» διάλεκτο με απαγορευμένες όχι τις λέξεις αλλά τις έννοιες. Τα παιδιά γλύφουν τον πατέρα σα ζώα και γλύφονται μεταξύ τους για να εκδηλώσουν αισθήματα στοργής. Όλα γίνονται με ανταλλάγματα αντικείμενα. Η εκπαίδευσή τους περιλαμβάνει ανταμοιβές για τις επιτυχίες και τιμωρίες σκληρές για τις αποτυχίες.
Η εύθραυστη αυτή ισορροπία, όπως καταλαβαίνει κάποιος, θρύπτεται όταν το μοναδικό πρόσωπο που εισχωρεί στο σπίτι η Χριστίνα -το σεξουαλικό αντικείμενο που πληρώνει ο πατέρας να ικανοποιεί τον κανακάρη γιο του και κατά διαβολική σύμπτωση είναι υπάλληλος security- ανταλλάσσει μια στέκα για τα μαλλιά με τη μεγάλη αδελφή που «αμαρτάνει» και αρχίζει να επαναστατεί ενάντια στην πατρική εξουσία. Σας φαίνονται όλα τόσο γνωστά και οικεία;
Η ταινία αποτελεί ένα δοκίμιο ψυχολογίας-θεωρίας της σεξουαλικότητας, βιολογίας και ιστορίας της εξέλιξης, κριτικής της θρησκείας και φιλοσοφικού ενατενισμού της ενηλικίωσης του Ατόμου όσον αφορά στο είδος του ανθρώπου. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, τόσο εκτενή πεδία δε δύνανται να αποδοθούν με ικανοποιητικό τρόπο μέσω ενός φιλμ, δηλαδή κυρίως με εικόνες και μέσα σε 90 λεπτά όσο πυκνά κι αν είναι τα διανοήματα. Εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα γι’ αυτό και αποτυγχάνει να μας αγγίξει και να μας συγκινήσει. Είναι τόσο ψυχρό και στατικό. Τόσο φιλόδοξο και ουτοπικό που καταντάει απογοητευτικό. Κάτι λείπει που θα το κάνει ενδιαφέρον και συναρπαστικό που θα μας γοητεύσει και θα μας προβληματίσει… Το μερίδιο της ευθύνης γι’ αυτό είναι πάντα μεγαλύτερο για το σκηνοθέτη μιας ταινίας. Μια ιστορία με τέτοιο θέμα θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον αρχή μέση και τέλος, στοιχεία που λάμπουν δια της απουσίας τους.
Τα αισθήματά μου είναι ανάμεικτα και αυτό αποτυπώνεται στο γράψιμό μου. Δεν καταφέρνω ούτε να την αγαπήσω αλλά ούτε και να τη μισήσω, τη μια σκέφτομαι ότι ναι έχει ορισμένα καλά σημεία αλλά αλλού είναι χάλια και τέλος πάντων έχω τις πιο χλιαρές εντυπώσεις…Ειλικρινά δεν μπορώ να αποφανθώ. Σα να βιάστηκε ο κ. Λάνθιμος να μας τα πει όλα σε μια ταινία…
2009, Σκηνοθεσία Γιώργος Λάνθιμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου